Saturday 27 December 2008

Βασικές αρχές της Ευρασιατικής Πολιτικής

Αλεξάντρ Ντούγκιν


1) Τρία μοντέλα (Σοβιετικό, φιλο-Δυτικό, Ευρασιατικό)


Στη σύγχρονη Ρωσία υπάρχουν τρεις αντικρουόμενες τάσεις κρατικής πολιτικής, τόσο στη σφαίρα της εξωτερικής όσο και της εσωτερικής πολιτικής. Αυτές οι τρεις τάσεις αποτελούν τις σύγχρονες πολιτικές συντεταγμένες πάνω στις οποίες βασίζεται κάθε πολιτική απόφαση της Ρωσικής κυβέρνησης, και συντίθεται κάθε διεθνές βήμα και κάθε σοβαρό κοινωνικό, οικονομικό ή δικαιικό ζήτημα.


Το πρώτο μοτίβο εκπροσωπεί τα στατικά "κλισέ" της Σοβιετικής (κυρίως, της μεταγενέστερης Σοβιετικής) περιόδου. Έχει, κατά κάποιο τρόπο, ριζώσει στην ψυχολογία του ρωσικού συστήματος, συχνά υποσυνείδητα, πιέζοντάς το να ακολουθει μια πορεία βάση προηγουμένων. Αυτό το μοτίβο υποστηρίζεται με το επιχείρημα «αν δούλεψε πριν, θα δουλέψει και τώρα». Και δεν αφορά μόνο τους πολιτικούς ηγέτες που συνειδητά εκμεταλλεύονται τα νοσταλγικά συμπλέγματα των Ρώσων πολιτών. Το Σοβιετικό μοντέλο είναι πολύ πιο πλατύ και βαθύ από τις δομές του KPFR [Communist Party of the Russian Federation], που τώρα πια έχει αποκλειστεί από τα ζωτικά κέντρα αποφάσεων. Βρίσκεται οπουδήποτε οι πολιτικοί και τα όργανα εξουσίας, που επισήμως αποκηρύττουν κάθε σχέση με τον κομμουνισμό, οδηγούνται απ΄ αυτό. Είναι αποτέλεσμα παιδείας, εμπειρίας και συσχετισμών. Για να κατανοήσουμε, λοιπόν, την ουσία των υπογείων διαδικασιών στην Ρωσική πολιτική, είναι απαραίτητο να παραδεχτούμε την ύπαρξη αυτού του «υποσυνείδητου Σοβιετισμού».


Το δεύτερο μοντέλο είναι το φιλελευθερο-δημοκρατικό, φιλο-αμερικανικό, το οποίο ξεκίνησε να σχηματίζεται στην αρχή της «περεστρόικα» και έγινε κατά κάποιο τρόπο η επικρατούσα ιδεολογία κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’90. Κατά κανόνα, οι αυτοαποκαλούμενοι "φιλελεύθεροι αναμορφωτές" και οι πολιτικοί τους υποστηρικτές ταυτίζονται με αυτό το μοντέλο. Αυτό το σύστημα βασίζεται στη λογική των αμερικάνικων κοινωνικοπολιτικών αρχών και της εφαρμογής τους στο Ρωσικό έδαφος, εξυπηρετώντας έτσι τα αμερικάνικα εθνικά συμφέροντα σε διεθνή θέματα. Αυτό το μοντέλο έχει το πλεονέκτημα πως στηρίζεται από την υπαρκτή «ξένη παρουσία» σε σχέση με το εικονικό «ντόπιο παρελθόν» γύρω από το οποίο το Σοβιετικό μοντέλο περιστρέφεται. Το επιχείρημα και εδώ είναι απλό: «αν δουλεύει για τους ξένους, τότε θα δουλέψει και για μας». Είναι σημαντικό όμως να τονίσουμε πως οι δεν μιλάμε για έναν οποιοδήποτε «ξένο», αλλά για σαφή προσανατολισμό προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, που είναι το ορόσημο του δυτικού καπιταλιστικού κόσμου.


Αυτά τα δύο μοντέλα (συμπεριλαμβανομένων και πολλαπλών παραλλαγών τους) αποτελούν τις βασικές τάσεις της Ρωσικής πολιτικής. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 και μετά, όλες οι συζητήσεις και οι κοσμοθεωρητικές και πολιτικές συγκρούσεις λαμβάνουν χώρα μεταξύ των εκπροσώπων αυτών των δύο τάσεων.


Το τρίτο μοντέλο είναι λιγότερο γνωστό. Μπορεί να οριστεί ως «Ευρασιατικό». Εδώ έχουμε να κάνουμε με διαδικασίες πολύ πιο σύνθετες από την απλή αντιγραφή της σοβιετικής ή της αμερικανικής εμπειρίας. Αντλεί στοιχεία από την πολιτική μας Ιστορία προσθέτοντας στοιχεία από την σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα. Το ευρασιατικό μοντέλο αναγνωρίζει ότι η Ρωσία (σαν κράτος, λαός και εξουσία) έχει μια αυτόνομη πολιτισμική αξία, και ότι θα πρέπει να διασώσει την μοναδικότητά της, την ανεξαρτησία της και τη δύναμή της όπως αυτά έχουν εξελιχθεί, θέτοντας στην υπηρεσία αυτού του σκοπού κάθε θεωρία, σύστημα ή μηχανισμό που μπορεί να προωθήσει τα παραπάνω συμφέροντα. Ο Ευρασιατισμός, κατά αυτό τον τρόπο, είναι ένας μοναδικός «πατριωτικός πραγματισμός» αποδεσμευμένος από κάθε δόγμα – είτε σοβιετικό, είτε αμερικάνικο. Την ίδια στιγμή, η ευρύτητα και η ελαστικότητα τής ευρασιατικής προσέγγισης δεν την αποτρέπουν από το να είναι εννοιολογικά συστηματοποιημένη, διαθέτοντας όλα τα χαρακτηριστικά μιας οργανικής και εσωτερικά συμπαγούς κοσμοθεωρίας.


Καθώς τα δύο προηγούμενα μοντέλα δείχνουν την ακαταλληλότητά τους, ο ευρασιατισμός γίνεται όλο και πιο δημοφιλής. Το σοβιετικό μοντέλο λειτουργεί πάνω σε πεπαλαιωμένες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές πραγματικότητες, εκμεταλλεύεται τη νοσταλγία και την αδράνεια, και στερείται μιας νηφάλιας ανάλυσης της τρέχουσας διεθνούς κατάστασης και της πραγματικής εξέλιξης των παγκόσμιων οικονομικών τάσεων.


Το φιλο-αμερικανικό μοντέλο με τη σειρά του εξ’ ορισμού δεν μπορεί να εφαρμοστεί στη Ρωσία, καθώς αποτελεί μέρος ενός διαφορετικού πολιτισμού, ολότελα ξένου ως προς αυτήν. Το γεγονός αυτό είναι απόλυτα κατανοητό και στη Δύση, όπου κανείς δεν κρύβει πως αντί για μια ευημερούσα και ασφαλή Ρωσία προτιμά να δει μια Ρωσία αποδυναμωμένη, βυθισμένη στο χάος και την διαφθορά.

Συνεπώς το ευρασιατικό μοντέλο κρίνεται επείγον και απαραίτητο για την ρώσικη κοινωνία.


2. Ευρασιατισμός και Ρωσική Εξωτερική Πολιτική


Ας ορίσουμε τις βασικές πολιτικές αρχές του μοντέρνου Ρωσικού Ευρασιατισμού.


Θα ξεκινήσουμε από την εξωτερική πολιτική.

Όπως σε κάθε πολιτικό πεδίο, έτσι και στην εξωτερική πολιτική ο Ευρασιατισμός προτείνει τον τρίτο δρόμο – ούτε Σοβιετισμός, ούτε Αμερικανισμός. Αυτό σημαίνει πως η ρωσική εξωτερική πολιτική δεν θα πρέπει ούτε να αναπαράγει πιστά το διπλωματικό προφίλ της Σοβιετικής περιόδου (σθεναρή αντίσταση προς τη Δύση, επανάκτηση στρατηγικών συμμαχιών με "κράτη-παρίες", όπως η Βόρειος Κορέα, το Ιράκ και η Κούβα), ενώ ταυτόχρονα ούτε να ακολουθεί τυφλά τις προσταγές του αμερικανικού λόμπυ. Ο Ευρασιατισμός προσφέρει την δική του θεωρία περί εξωτερικής πολιτικής, η ουσία τής οποίας συνοψίζεται ως ακολούθως:


Η σύγχρονη Ρωσία μπορεί να διασωθεί ως μια αυτόνομη και ανεξάρτητη πολιτική πραγματικότητα, σαν ένας πολύτιμος παράγοντας της διεθνούς πολιτικής, μόνο υπό τις συνθήκες ενός πολυπολικού κόσμου. Η συγκατάθεση σε ένα μονοπολικό αμερικανοκεντρικό κόσμο είναι αδύνατη για τη Ρωσία, καθώς σε ένα τέτοιο κόσμο δε θα μπορούσε παρά να γίνει ένα από τα αντικείμενα της παγκοσμιοποίησης, χάνοντας έτσι τη μοναδικότητα και ανεξαρτησία της. Η αντίθεση ως προς τη μονοπολική παγκοσμιοποιητική πολιτική και η προώθηση ενός πολυπολικού μοντέλου είναι η βασική προσταγή της σύγχρονης Ρωσικής εξωτερικής πολιτικής. Η συνθήκη αυτή δε θα πρέπει να αμφισβητείται από πολιτικές δυνάμεις, και αυτό συνεπάγεται πως οι προπαγανδιστές του αμερικανοκεντρικού παγκοσμιοποιητικού μοντέλου θα πρέπει, τουλάχιστον ηθικά, να αφοπλίζονται. Η κατασκευή του πολυπολικού κόσμου, ζωτικού για τη Ρωσία, είναι εφικτή μόνο μέσω ενός συστήματος στρατηγικών συμμαχιών.


Η Ρωσία από μόνη της δεν μπορεί να αντεπεξέλθει σε αυτά τα προβλήματα μην διαθέτοντας επαρκείς πόρους για απόλυτη αυτάρκεια. Συνεπώς η επιτυχία της σε πολλούς τομείς εξαρτάται από την επάρκεια και την δραστηριότητα της εξωτερικής της πολιτικής.


Στο σύγχρονο κόσμο υπάρχουν τόσες γεωπολιτικές οντότητες που, λόγω ιστορικών και πολιτισμικών λόγων, ενδιαφέρονται εξ’ ίσου σθεναρά για την πολυπολικότητα. Υπό τις παρούσες συνθήκες, αυτές διαμορφώνονται ως οι φυσικοί σύμμαχοι της Ρωσίας.

Χωρίζονται στις εξής κατηγορίες:


Η πρώτη κατηγορία: ισχυροί περιφερειακοί σχηματισμοί (χώρες ή ομάδες χωρών), των οποίων οι σχέσεις με τη Ρωσία μπορούν να χαρακτηριστούν ως «συμπληρωματικές». Αυτό σημαίνει πως οι χώρες αυτές κατέχουν ιδιότητες ζωτικές για τη Ρωσία, ενώ η Ρωσία κατέχει κάτι εξ’ ίσου απαραίτητο γι’ αυτές. Κατά συνέπεια, μια τέτοια στρατηγική ανταλλαγή δυνατοτήτων ωφελεί και τις δύο γεωπολιτικές οντότητες. Σε αυτή την κατηγορία (συμμετρικά συμπληρωματικές) ανήκουν η Ευρωπαϊκή ‘Ένωση, η Ιαπωνία, το Ιράν και η Ινδία. Όλες αυτές οι γεωπολιτικές οντότητες μπορούν απολύτως κατανοητά να διεκδικήσουν το ρόλο αυτόνομων οντοτήτων σε συνθήκες πολυπολικότητας, ενώ ο αμερικανοκεντρισμός τους στερεί αυτή την δυνατότητα. Καθώς η νέα Ρωσία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί πια ως ιδεολογικός εχθρός (κάτι που αποτέλεσε το κύριο επιχείρημα των Αμερικανών για να τραβήξουν στην τροχιά τους την Ευρώπη και την Ιαπωνία, ενώ περιόρισε τη Ρωσία στο μπλοκ του περιθωρίου μαζί με το εξισλαμισμένο Ιράν κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου), η ανάγκη για απόλυτη υποταγή αυτών των χωρών στην αμερικανική γεωπολιτική δεν υποστηρίζεται πλέον με κανένα επιχείρημα (πέραν της ιστορικής αδράνειας). Συνεπώς, οι αντιθέσεις μεταξύ των Η.Π.Α. και των συμπληρωματικών δυνάμεων προς τη Ρωσία θα αυξάνονται συνεχώς.


Αν η Ρωσία αποδειχθεί ενεργή και καθιερώσει το ρόλο της στην πολυπολική τάση, θα βρει τα κατάλληλα επιχειρήματα και τις εναλλακτικές συνθήκες για στρατηγική συμμαχία, και η ομάδα των υποστηρικτών της πολυπολικότητας θα γίνουν ισχυροί και θα ασκήσουν επιρροή ώστε να επιτύχουν επαρκώς την υλοποίηση του δικού τους σχεδίου στην μελλοντική γεωπολιτική πραγματικότητα.

Σε κάθε μια απ’ αυτές τις δυνάμεις, η Ρωσία έχει να προσφέρει πόρους, την στρατηγική δυνατότητα όπλων και πολιτικό βάρος. Σαν αντάλλαγμα η Ρωσία θα δεχθεί, αφ’ ενός μεν, οικονομική και τεχνολογική υποστήριξη από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ιαπωνία, και αφ’ ετέρου, πολιτική και στρατηγική συνεργασία με το νότο από πλευράς Ιράν και Ινδίας.

Ο Ευρασιατισμός οραματίζεται μία τέτοια πορεία εξωτερικής πολιτικής, και την τεκμηριώνει μέσω της επιστημονικής μεθοδολογίας της Γεωπολιτικής.


Η δεύτερη κατηγορία: γεωπολιτικοί σχηματισμοί οι οποίοι ενδιαφέρονται για την πολυπολικότητα, χωρίς να είναι άμεσα συμπληρωματικοί προς τη Ρωσία. Αυτοί είναι η Κίνα, το Πακιστάν και οι Αραβικές χώρες. Οι παραδοσιακές πολιτικές αυτών των χωρών είχαν χαρακτήρα διαμεσολαβητή, χωρίς η στρατηγική συνεργασία με τη Ρωσία να είναι η πρώτη τους προτεραιότητα. Επιπλέον, η ευρασιατική συμμαχία της Ρωσίας με τις χώρες της πρώτης κατηγορίας ενισχύει τους παραδοσιακούς αντίπαλους των χωρών της δεύτερης κατηγορίας στο τοπικό επίπεδο. Για παράδειγμα, το Πακιστάν, η Σαουδική Αραβία και η Αίγυπτος έχουν σοβαρές αντιθέσεις με το Ιράν, όπως και η Κίνα με την Ιαπωνία και την Ινδία. Σε μεγαλύτερη κλίμακα, οι σχέσεις της Ρωσίας με την Κίνα αποτελούν μια ειδική περίπτωση, η οποία περιπλέκεται από δημογραφικά προβλήματα, με το αυξημένο ενδιαφέρον της Κίνας για τις αραιοκατοικημένες περιοχές της Σιβηρίας, καθώς και την απουσία σοβαρής τεχνολογικής και οικονομικής δυνατότητας από πλευράς της Κίνας να λύσει το μείζον πρόβλημα της Ρωσίας για την τεχνολογική αφομοίωση της Σιβηρίας.


Όλες οι χώρες της δεύτερης κατηγορίας φτάνουν στην αναγκαιότητα να επιλέξουν ανάμεσα στην αμερικανοκεντρική μονοπολικότητα (που δεν τις προσφέρει τίποτα) και τον Ευρασιατισμό.

Σε σχέση με αυτές τις χώρες της δεύτερης κατηγορίας, η Ρωσία πρέπει να δράσει με την μεγαλύτερη προσοχή –μη συμπεριλαμβάνοντας τις στο ευρασιατικό σχέδιο, αλλά ταυτόχρονα στοχεύοντας στο να εξουδετερώσει όσο το δυνατόν την προοπτική των αρνητικών αντιδράσεών τους και να αντικρούσει ενεργά τη συμμετοχή τους στη διαδικασία του μονοπολικού παγκοσμιοποιητικού σχεδίου.


Η τρίτη κατηγορία περιλαμβάνει τις χώρες του Τρίτου Κόσμου που δεν διαθέτουν αρκετό γεωπολιτικό δυναμικό για να διεκδικήσουν, ακόμα και περιορισμένη θέση, στο γεωπολιτικό χάρτη. Σχετικά με αυτές τις χώρες, η πολιτική της Ρωσίας ποικίλει, συνεισφέροντας έτσι στην γεωπολιτική τους ενσωμάτωση στις ζώνες «κοινής ωφελείας» κάτω από τον έλεγχο της Ρωσίας και του ευρασιατικού μπλοκ. Αυτό σημαίνει πως η Ζώνη του Ισημερινού εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Ρωσίας καθώς ευνοεί την ενίσχυση της Ιαπωνικής παρουσίας. Στην Ασία κρίνεται απαραίτητο να ενθαρρύνουμε την παρουσία της Ινδίας και του Ιράν. Είναι επίσης σημαντικό το να συνεισφέρουμε στην διεύρυνση της επιρροής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον Αραβικό κόσμο και την Αφρική συνολικά. Τα ίδια κράτη που περικλείονται στην παραδοσιακή σφαίρα επιρροής της Ρωσίας πρέπει να παραμείνουν εκεί ή να επανέλθουν προς αυτήν αν έχουν απομακρυνθεί. Η πολιτική ένταξης των χωρών της Κ.Α.Κ. (Κοινοπολιτείας Ανεξαρτήτων Κρατών) προς την Ευρασιατική Ένωση προσβλέπει σε αυτό το σκοπό.


Η τέταρτη κατηγορία: οι Η.Π.Α. και οι χώρες της αμερικανικής ηπείρου που βρίσκονται κάτω από τον έλεγχο των Η.Π.Α. Η διεθνής ευρασιατική πολιτική της Ρωσίας πρέπει να προσανατολιστεί προς το να υποδείξει πάση θυσία στις Η.Π.Α. την ασυνέπεια του μονοπολικού κόσμου, τον αντικρουόμενο χαρακτήρα και την ανευθυνότητα όλων των διαδικασιών της αμερικανοκεντρικής παγκοσμιοποίησης. Σθεναρά και ενεργά (χρησιμοποιώντας, γι αυτό το σκοπό, τα εργαλεία της Ευρασιατικής συμμαχίας) η Ρωσία πρέπει να αντισταθεί στην παγκοσμιοποίηση και να υποστηρίξει την απομονωτική πολιτική των Η.Π.Α. αποσκοπώντας στον περιορισμό των αμερικανικών γεωπολιτικών συμφερόντων στην αμερικανική ήπειρο. Οι Η.Π.Α., ως η ισχυρότερη τοπική δύναμη της οποίας το φάσμα των στρατηγικών ενδιαφερόντων δε θα ξεπερνά τα όρια του Ειρηνικού και Ατλαντικού Ωκεανού, μπορεί ακόμα και να γίνει σύμμαχος μιας ευρασιατικής Ρωσίας. Επιπλέον, μια τέτοια Αμερική θα ήταν εξαιρετικά επιθυμητή για τη Ρωσία, καθώς θα περιόριζε τις φιλοδοξίες της Ευρώπης, της ζώνης του Ισημερινού, καθώς και του ισλαμικού κόσμου και της Κίνας, αν κάποιος απ΄ αυτούς τους σχηματισμούς αποφάσιζε να επιβάλλει ένα μονοπολικό παγκοσμιοποιητικό σχέδιο βασισμένο πάνω στα δικά τους γεωπολιτικά συστήματα. Και αν η μονοπολική παγκοσμιοποίηση εξακολουθήσει να προωθείται από την πλευρά των Η.Π.Α., τότε είναι στο χέρι της Ρωσίας να ενισχύσει τα αντιαμερικανικά αισθήματα στην Κεντρική και Νότια Αμερική, χρησιμοποιώντας, όμως, μία πιο ελαστική και ευρεία αντίληψη και γεωπολιτική προσέγγιση από αυτή του Μαρξισμού. Στο ίδιο μοτίβο κινείται και η προτεραιότητα της πολιτικής προσέγγισης των αντιαμερικανικών πολιτικών κύκλων σε Καναδά και Μεξικό. Πιθανώς οι δραστηριότητες των λόμπυ της ευρασιατικής διασποράς στις Η.Π.Α να στραφούν και προς αυτή την κατεύθυνση.


3. Ευρασιατισμός και εσωτερική πολιτική


Η εσωτερική πολιτική του ευρασιατισμού θα ακολουθήσει κάποιες βασικές κατευθύνσεις.

Η ένταξη των χωρών της Κ.Α.Κ. σε μια Ευρασιατική Ένωση είναι η βασική στρατηγική μέριμνα του ευρασιατισμού. Η ελάχιστη στρατηγική προϋπόθεση που είναι απαραίτητη για να ξεκινήσει μια σοβαρή διεθνής δραστηριότητα για τη δημιουργία ενός πολυπολικού κόσμου δεν είναι η Ρωσική Ομοσπονδία, αλλά το να ληφθούν οι της Κ.Α.Κ. σαν μια αυτόνομη στρατηγική πραγματικότητα, δεμένη με κοινή θέληση και κοινούς πολιτισμικούς σκοπούς. Το πολιτικό σύστημα του Ευρασιατισμού βασίζεται λογικά σε μια «συμμετοχική δημοκρατία», η έμφαση της οποίας θα πέσει όχι στην ποσότητα, αλλά στην ποιότητα των αντιπροσώπων. Η αντιπροσωπευτική εξουσία θα πρέπει να αντικατοπτρίζει την ποιοτική δομή της ευρασιατικής κοινωνίας, αντί για τους μέσους στατιστικούς δείκτες που βασίζονται στις προεκλογικές εκτιμήσεις. Ειδική προσοχή πρέπει να δοθεί στους αντιπροσώπους των εθνοτικών και θρησκευτικών μειονοτήτων.


Η «συμμετοχική δημοκρατία» πρέπει να είναι οργανικά συνδεδεμένη με ένα σημαντικό βαθμό ατομικής υπευθυνότητας που να εκφράζεται όσο το δυνατόν περισσότερο στις στρατηγικές περιοχές. Ο ανώτερος ηγέτης της Ευρασιατικής ΄Ενωσης πρέπει να συγκεντρώνει την δύναμη και την θέληση για την ευημερία του κράτους.


Η αρχή της κοινωνικής προσταγής θα πρέπει να συνδυάζεται με την αρχή της προσωπικής ελευθερίας, σε μια αναλογία κατ’ ουσίαν διαφορετική τόσο από των φιλελεύθερων-δημοκρατικών συνταγών όσο και από των Μαρξιστικών. Ο Ευρασιατισμός προϋποθέτει την διατήρηση μιας σαφούς ισορροπίας, με τον δημόσιο παράγοντα να παίζει σημαντικό ρόλο.


Σε γενικές γραμμές, η ενεργή ανάπτυξη της κοινωνικής αρχής είναι ένα σταθερό χαρακτηριστικό της ευρασιατικής πολιτικής. Διαφαίνεται στην ψυχολογία μας, στην ηθική και στην θρησκεία μας. Αλλά, εν αντιθέσει με τις Μαρξιστικές αντιλήψεις, η κοινωνική αρχή θα πρέπει να εφαρμόζεται ποιοτικά και με διαφοροποιήσεις σε σχέση με το κάθε εθνικό, ψυχολογικό, πολιτισμικό και θρησκευτικό πλαίσιο. Η κοινωνική αρχή δεν πρέπει να καταπνίγει, αλλά να ενισχύει την ιδιωτική πρωτοβουλία, δίνοντάς της ένα ποιοτικό υπόβαθρο.


Η ποιοτική κατανόηση του κοινωνικού παράγοντα επιτρέπει τον ακριβή ορισμό της χρυσής τομής μεταξύ του υπερ-ατομισμού της καπιταλιστικής Δύσης και του υπερ-κολλεκτιβισμού της σοσιαλιστικής Ανατολής.

Στο διοικητικό του σύστημα, ο ευρασιατισμός αποτελείται από ένα μοντέλο «ευρασιατικής ομοσπονδίας». Αυτό προϋποθέτει την επιλογή σαν βασικές κατηγορίες για το χτίσιμο της ομοσπονδίας, όχι τις περιοχές, αλλά τις εθνότητες. Έχοντας διαχωρίσει την αρχή της εθνοπολιτισμικής αυτονομίας από την τοπική αρχή, η ευρασιατική ομοσπονδία θα διαλύσει για πάντα τους διαχωριστικούς παράγοντες. Έτσι, σαν αποζημίωση, οι λαοί της ευρασιατικής ομοσπονδίας θα λάβουν τη δυνατότητα της μεγαλύτερης δυνατής ανάπτυξης της εθνικής, θρησκευτικής, και σε ιδιαίτερες περιπτώσεις, νομικής και διοικητικής ανεξαρτησίας. Η αδιαμφισβήτητη στρατηγική ενότητα της ευρασιατικής ομοσπονδίας συνοδεύεται από εθνικό πλουραλισμό, με έμφαση στο νομικό στοιχείο των «δικαιωμάτων των λαών».


Ο στρατηγικός έλεγχος του χώρου της Ευρασιατικής Ένωσης εξασφαλίζεται από την διοικητική ενότητα ομοσπονδιακών στρατηγικών περιοχών, στη σύνθεση των οποίων μπορούν να εισέλθουν διάφοροι συνδυασμοί, από εθνικοί / πολιτισμικοί ως εδαφικοί. Η άμεση διαφοροποίηση των περιοχών σε διάφορα επίπεδα θα ενισχύσει την ελαστικότητα, την προσαρμοστικότητα και τον πλουραλισμό στο διοικητικό σύστημα, σε συνδυασμό με αυστηρό συγκεντρωτισμό στο στρατηγικό επίπεδο.

Η ευρασιατική κοινωνία μπορεί να ιδρυθεί με βάση την αρχή μια ανανεωμένης ηθικής που κατέχει κοινά στοιχεία και φόρμες που συνδέονται με τη μοναδικότητα των εθνοτικών ομάδων. Οι αρχές της φυσικότητας, της αγνότητας, του περιορισμού, του σεβασμού για τους κανόνες, της υπευθυνότητας, της υγιούς διαβίωσης, της δικαιοσύνης και της αλήθειας είναι κοινές σε όλες τις παραδόσεις τις Ευρασίας. Αυτές οι αδιαμφισβήτητες ηθικές αξίες πρέπει να προαχθούν σε κρατικές αξίες. Οι σκανδαλώδεις κοινωνικές ανωμαλίες και η αναιδής και βίαιη παραβίαση των ηθικών αρχών πρέπει να ξεριζωθούν χωρίς έλεος.


Οι ένοπλες δυνάμεις της Ευρασίας και οι αρμόδιες πολιτικές αρχές πρέπει να εκλαμβάνονται ως ο στρατηγικός σκελετός του πολιτισμού. Ο κοινωνικός ρόλος των στρατών πρέπει να αυξηθεί και είναι απαραίτητο να επανορθωθεί το δημόσιος σεβασμός και το κύρος τους.

Στο δημογραφικό πεδίο, είναι απαραίτητο να ενισχύσουμε τον «πολλαπλασιασμό του ευρασιατικού πληθυσμού» ενθαρρύνοντας ηθικά, υλικά και ψυχολογικά την τεκνοποιία, ανάγοντάς την σε ευρασιατική κοινωνική σταθερά.


Στον τομέα της εκπαίδευσης είναι απαραίτητο να ενισχύσουμε την ηθική και επιστημονική κατάρτιση της νεολαίας στο πνεύμα της πίστης στις ιστορικές ρίζες, της αφοσίωσης στην ευρασιατική ιδέα, στην υπευθυνότητα, την ανδρεία και την δημιουργική δραστηριότητα.


Η δραστηριότητα του τομέα της πληροφόρησης στην ευρασιατική κοινωνία θα πρέπει να βασίζεται στην αυστηρή προώθηση των πολιτισμικών προτεραιοτήτων, όταν θα διαφωτίζει τα εγχώρια και ξένα δρώμενα. Οι αρχές της διαμόρφωσης και της πνευματικής και ηθικής διαπαιδαγώγησης θα πρέπει να τίθενται πάνω από τις αρχές της διασκέδασης και του εμπορικού κέρδους. Η αρχή της ελευθερίας λόγου θα πρέπει να συνδυάζεται με την υπευθυνότητα στην ελεύθερη έκφραση του λόγου.


Ο Ευρασιατισμός προϋποθέτει τη δημιουργία μιας κινητοποιημένης κοινωνίας όπου οι αρχές της δημιουργίας και του κοινωνικής βελτιστοποίησης θα είναι οι σταθερές για την ανθρώπινη ζωή. Στην βάση της ευρασιατικής προσέγγισης στα κοινωνικά ερωτήματα βρίσκεται η αρχή της ισορροπίας μεταξύ κράτους και ιδιώτη. Η ισορροπία αυτή ορίζεται από την ακόλουθη λογική: όλες οι βαθμίδες που σχετίζονται με την στρατηγική σφαίρα (το στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα, η εκπαίδευση, η ασφάλεια, η ειρήνη, η ηθική και σωματική υγεία των μελών ενός Έθνους, η δημογραφία, η οικονομική ανάπτυξη, κλπ) ελέγχονται αποκλειστικά από το Κράτος.


Η μικρομεσαία παραγωγή, οι υπηρεσίες, η ιδιωτική ζωή, η βιομηχανία της διασκέδασης και οι δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου, δεν ελέγχονται μόνο από το Κράτος, αλλά αντίθετα και από την προσωπική και ιδιωτική πρωτοβουλία (εκτός από μεμονωμένες περιπτώσεις όπου η τελευταία συγκρούεται με τις στρατηγικές προσταγές του Ευρασιατισμού σε παγκόσμιο επίπεδο).


4) Ευρασιατισμός και οικονομία


Εν αντιθέσει με τον Φιλελευθερισμό και το Μαρξισμό, ο Ευρασιατισμός δεν βλέπει την οικονομική σφαίρα ούτε ως αυτόνομο ούτε ως καθοριστικό για τις κοινονικοπολιτικές και κρατικές διεργασίες, παράγοντα. Σύμφωνα με την ευρασιατική άποψη, οι οικονομική δραστηριότητα δεν είναι παρά μια λειτουργία των διάφορων πολιτισμικών, κοινωνικών, πολιτικών, ψυχολογικών και ιστορικών πραγματικοτήτων. Μπορούμε να εκφράσουμε την ευρασιατική σχέση με την οικονομία παραφράζοντας το Ευαγγέλιο «όχι ο άνθρωπος για την οικονομία, αλλά η οικονομία για τον άνθρωπο». Μια τέτοια σχέση με την οικονομία μπορεί να χαρακτηριστεί ποιοτική: η ώθηση βασίζεται όχι πάνω σε επίσημους ψηφιακούς δείκτες οικονομικής ανάπτυξης, αλλά σε ένα ευρύτερο φάσμα δεικτών όπου η οικονομική δύναμη υπολογίζεται και με βάση άλλους παράγοντες που έχουν κοινωνικό χαρακτήρα. Κάποιοι οικονομολόγοι (όπως ο Joseph Schumpeter) έχουν ήδη αποπειραθεί μα εισάγουν ποιοτικές παραμέτρους στα οικονομικά, διαχωρίζοντας τα κριτήρια της απλής οικονομικής αύξησης με την οικονομική ανάπτυξη.


Ο Ευρασιατισμός προσεγγίζει το θέμα από μια ακόμα ευρύτερη οπτική γωνία: αυτό που μετράει δεν είναι μόνο η οικονομική ανάπτυξη, αλλά η οικονομική ανάπτυξη σε συνδυασμό με την κοινωνική ανάπτυξη.

Η ευρασιατική προσέγγιση της οικονομίας μπορεί να εκφραστεί απλοποιημένα ως εξής: κρατικός έλεγχος στους στρατηγικούς βραχίονες (βιομηχανικο-στρατιωτικό σύμπλεγμα, φυσικά μονοπώλια και τα συναφή) και μεγιστοποιημένη οικονομική ελευθερία για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.


Το βασικό στοιχείο της ευρασιατικής οικονομικής προσέγγισης είναι η ιδέα της επίλυσης ενός σημαντικού αριθμού ρωσικών εθνικών και οικονομικών προβλημάτων μέσα στα πλαίσια της ευρασιατικής εξωτερικής πολιτικής. Μερικές γεωπολιτικές ενότητες που έχουν ζωτικό ενδιαφέρον για την πολυπολικότητα του κόσμου, όπως πρώτα απ’ όλα, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ιαπωνία, διαθέτουν τεράστιο οικονομικό και τεχνολογικό δυναμικό και η συμμετοχή τους μπορεί να αλλάξει δραστικά το κλίμα της οικονομίας στη Ρωσία. Στο παρόν στάδιο πρέπει, δυστυχώς, να παραδεχτούμε πως η Ρωσία δεν διαθέτει τους απαραίτητους πόρους για (ούτε καν μερική) αυτάρκεια. Συνεπώς, οι επενδύσεις και άλλες συναλλαγές με τις οικονομικά ανεπτυγμένες περιοχές, είναι ζωτικής σημασίας για μας. Αυτές οι συναλλαγές θα πρέπει αρχικά να σχεδιάζονται περισσότερο πάνω σε ογκομετρική λογική παρά βάσει στενών οικονομικών σχέσεων –επενδύσεις, πιστώσεις, εισαγωγές-εξαγωγές, ενεργειακές μεταφορές, κλπ. Όλα αυτά θα πρέπει να τίθενται στο ευρύτερο πλαίσιο κοινών στρατηγικών στόχων – όπως η κοινή αφομοίωση ζωτικού χώρου ή η δημιουργία ενοποιημένων ευρασιατικών συγκοινωνιών και πληροφορικών συστημάτων.


Κατά κάποιο τρόπο η Ρωσία πρέπει να εναποθέσει το βάρος της οικονομικής της αναγέννησης στους συνέταιρους του «κλαμπ των υποστηρικτών της πολυπολικότηττας», χρησιμοποιώντας γι’ αυτό το σκοπό ενεργά την πιθανότητα προσφοράς εξαιρετικά βολικών κοινών μεταφορικών μέσων (η «υπερ-ευρασιατική οδός») ή ζωτικών ενεργειακών πόρων για την Ευρώπη και την Ιαπωνία.


Ένα σχετικό πρόβλημα είναι η επιστροφή του κεφαλαίου στην Ρωσία. Ο Ευρασιατισμός παραθέτει πολύ σοβαρούς λόγους γι’ αυτό το θέμα. Η Ρωσία που βρίσκεται σε σύγχυση από την περίοδο των φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων που αντιμετωπίζει τον εαυτό της με δυσπιστία και πέφτει θύμα των ψυχώσεων της ιδιωτικοποίησης και της διαφθοράς, και η Ευρασιατική, πατριωτική και κρατικοποιημένη Ρωσία των αρχών του 21ου αιώνα, βρίσκονται σε διαμετρική αντίθεση.


Το κεφάλαιο έφυγε αφήνοντας μια αδύναμη και καταρρέουσα Ρωσία. Σε μια Ρωσία που βρίσκεται σε μια πορεία δύναμης και ανάρρωσης, το κεφάλαιο πρέπει να επιστρέψει.

Στις δυτικές χώρες τα περισσότερα κεφάλαια που προέρχονται από τη Ρωσία δεν μπορούν ούτε να διασωθούν ούτε να αναπτυχθούν. Στις αρχές τις δεκαετίας του ’90, η Δύση ενέκρινε τον αποκλεισμό ρωσικών κεφαλαίων (κυρίως προερχόμενων από δραστηριότητες του υποκόσμου), πιστεύοντας, σύμφωνα με την ψυχροπολεμική λογική, πως η αποδυνάμωση της μετα-κομμουνιστικής Ρωσίας θα την καθιστούσε παίγνιο στα χέρια των χωρών του ΝΑΤΟ. Τώρα η κατάσταση έχει αλλάξει δραστικά, και υπό τις παρούσες συνθήκες θα δημιουργηθούν προβλήματα (που έχουν παρεμπιπτόντως ήδη εμφανιστεί) για τους κατόχους παράνομου κεφαλαίου στην Δύση.


Η ευρασιατική λογική αποσκοπεί στην δημιουργία των πιο ευνοϊκών συνθηκών για την επιστροφή αυτών των κεφαλαίων στη Ρωσία, που από μόνα τους θα αποτελέσουν σημαντική ώθηση για την ανάπτυξη της οικονομίας. Εν αντιθέσει με τις πεποιθήσεις κάποιων αφηρημένων, αμιγώς φιλελεύθερων δογμάτων, το κεφάλαιο επιστρέφει πιο γρήγορα σε ένα κράτος με ισχυρή και υπολογίσιμη εξουσία και ακριβή στρατηγικό προσανατολισμό, παρά σε μια ανεξέλεγκτη, χαοτική και ασταθή χώρα.


5. Το ευρασιατικό μονοπάτι


Ο Ευρασιατισμός είναι το μοντέλο που ανταποκρίνεται πιο πιστά στα στρατηγικά ενδιαφέροντα της μοντέρνας Ρωσίας. Προσφέρει απαντήσεις στα πιο δύσκολα ερωτήματα και προσφέρει διεξόδους ακόμα και στις πιο πολύπλοκες καταστάσεις. Ο Ευρασιατισμός συνδυάζει την διαλλακτικότητα και το διάλογο με την πίστη στις ιστορικές ρίζες και την συνεπακόλουθη προώθηση των εθνικών συμφερόντων. Προσφέρει μια σταθερή ισορροπία μεταξύ του Ρωσικού εθνικού ιδεώδους και των δικαιωμάτων όλων των λαών που κατοικούν σε ρωσικά εδάφη και στην ευρύτερη ευρασιατική ζώνη.


Μερικά μεμονωμένα στοιχεία της ευρασιαστικής πολιτικής χρησιμοποιούνται ήδη από τις Ρωσικές αρχές και στρέφονται προς δημιουργικές λύσεις των δύσκολων προβλημάτων που η Ρωσία έχει να αντιμετωπίσει τον επερχόμενο αιώνα. Και κάθε φορά που αυτό συμβαίνει, η επάρκεια, η αποτελεσματικότητα και τα σοβαρά στρατηγικά αποτελέσματα μιλάνε από μόνα τους. Οι διαδικασίες ενσωμάτωσης των χωρών της Κ.Α.Κ., η δημιουργία της Ευρασιατικής Οικονομικής Κοινοπολιτείας, τα πρώτα βήματα της νέας εξωτερικής πολιτικής της Ρωσικής Ομοσπονδίας σχετικά με την Ευρώπη, την Ιαπωνία, το Ιράν και τις εγγύς χώρες της Ανατολής, η δημιουργία ενός συστήματος ομοσπονδιακών περιοχών, η ισχυροποίηση της κάθετης διάταξης εξουσίας, η αποδυνάμωση των ολιγαρχικών ομάδων, η πατριωτική και κρατική πολιτική και η αύξηση της ευθύνης στην δουλειά των ΜΜΕ –όλα αυτά είναι σχετικά και ουσιαστικά στοιχεία του Ευρασιατισμού. Για την ώρα αυτά τα στοιχεία είναι αναμεμιγμένα με τα αδρανή στοιχεία των άλλων δύο τάσεων (φιλελευθερο-δημοκρατικών και σοβιετικών). Και παρ’ όλα αυτά είναι απόλυτα ξεκάθαρο πως ο Ευρασιατισμός προχωρά σταθερά προς την αποκορύφωση, ενώ οι άλλες δύο τάσεις περιορίζονται στη διαμάχη της οπισθοφυλακής.


Η ενίσχυση του ρόλου του Ευρασιατισμού στη Ρωσική πολιτική είναι μια σταδιακή και εξελικτική διαδικασία. Έχει έρθει, όμως, ήδη ο καιρός για μια πιο προσεκτική και υπολογίσιμη διάδοση αυτής της πραγματικά παγκόσμιας θεωρίας, της οποίας η μεταμόρφωση σε πολιτική και κοσμοθεωρητική πρακτική λαμβάνει χώρα μπροστά στα μάτια μας.


Ο πολυ-πολικός κόσμος του Κόμματος της Ευρασίας.



Ή εμείς ή τίποτε

Κείμενο του Αλεξαντρ Ντούγκιν το οποίο πρωτοδημοσιεύθηκε στο ρωσσικό περιοδικό Ελεμέντυ το 1995

Ο Μπολσεβικισμός ως ιστορικό φαινόμενο μπορεί να διαιρεθεί σε δύο μέρη. Από τη μια, το δογματικό πεδίο διαφόρων προμαρξιστικών σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών οραμάτων και θεωριών, που συνυπήρχαν παράλληλα με τον μαρξισμό και συνέχισαν να υπάρχουν ως διανοητικά μοτίβα, ακόμη και μετά την επιβολή του μαρξισμού ως τελικής ιδεολογίας. Τούτο το αρχικό στάδιο μπορούμε να το ονομάσουμε «πρόπλασμα του Μπολσεβικισμού». Το δεύτερο στάδιο είναι η ενσάρκωση αυτού του σχεδίου στην απτή ιστορική πραγματικότητα με την μορφή της Ρωσσικής σοσιαλδημοκρατίας, αργότερα του κομμουνιστικού κόμματος και, σε τελικό στάδιο, της ιστορίας του σοβιετικού κράτους και του κυβερνώντος κόμματος. Το πρώτο μέρος είναι αναμφισβήτητα ευρύτερο από το δεύτερο και το υπερβαίνει, όπως κάθε σχέδιο υπερβαίνει την εκτέλεσή του. Αλλά, δεν γίνεται να κατανοήσουμε το ένα χωρίς το άλλο. Η εφαρμογή δεν έχει νόημα, αν δεν ξέρουμε το σχέδιο. Από την άλλη, ένα σχέδιο χωρίς εφαρμογή είναι μια αφηρημένη θεωρητική κατασκευή – οι πιθανές εφαρμογές του μπορεί να είναι καλύτερες ή και χειρότερες από το ίδιο το σχέδιο κι αυτό εξαρτάτε από τις εκάστοτε συνθήκες.

Ο Εθνικοσοσιαλισμός και ο Φασισμός εμφανίζουν κάτι ανάλογο. Από τη μια έχουμε θεωρητικό δόγμα, φιλοσοφία, απόψεις για την οικονομία και την Ιστορία, που διατυπώνονται από μια κοινή οπτική γωνία («το πρόπλασμα του Φασισμού») – από την άλλη, τα πεπραγμένα των ιστορικών κομμάτων (Εθνικοσοσιαλιστικό και Φασιστικό), καθώς και την κρατική οργάνωση στην Ιταλία του Μουσσολίνι και τη Γερμανία του Χίτλερ. Υπάρχει όμως, μια βασική διαφορά: το «πρόπλασμα του Φασισμού» απείχε περισσότερο από την εφαρμογή του στη Γερμανία και την Ιταλία, σε σχέση με το πόσο απείχε το «πρόπλασμα του Μπολσεβικισμού» από τη σοβιετική πραγματικότητα.

Είναι ευρέως γνωστό ότι τα ιστορικά Μπολσεβίκικα και Φασιστικά κόμματα και καθεστώτα είχαν εχθρικές σχέσεις μεταξύ τους, κάτι που οδήγησε σε αιματηρές διαμάχες, η μεγαλύτερη των οποίων ήταν ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, γνωστός στη Ρωσσία ως Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος. Όμως, αυτή η εχθρότητα ποτέ δεν ήταν απόλυτη και υπήρξαν περιπτώσεις, που Φασίστες και Μπολσεβίκοι συνεργάστηκαν, ακόμη και φανερά, στο καθαρά πολιτικό πεδίο. Το Σοβιετικό κράτος ευχαρίστως αναγνώρισε τη Φασιστική κυριαρχία στην Ιταλία. Γερμανοί εθνικιστές συμμετείχαν στις διαμαρτυρίες για τον Σλάγκετερ, τις οποίες οργάνωσε ο Ράντεκ. Κι ακόμη, το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότωφ.

Όμως στα δυο προπλάσματα βρίσκουμε πολύ περισσότερα κοινά στοιχεία. Αν δούμε τον Μπολσεβικισμό ως μια ιδεολογία που συμπεριλαμβάνει μεν τον μαρξισμό, αλλά ταυτόχρονα τον υπερβαίνει (ας μην ξεχνάμε ότι η ιδέα του Λένιν για «Κομμουνισμό σε ένα Κράτος» είναι ενάντια στη σκέψη του Μάρξ) και, αν κάνουμε το ίδιο στον Φασισμό και τον Εθνικοσοσιαλισμό (κυρίως μελετώντας τους ιδεολόγους που έθεσαν τα θεμέλια για την άνοδο του Εθνικοσοσιαλισμού στην εξουσία, αλλά αντιπολιτεύτηκαν το καθεστώς, καθώς πίστευαν ότι παραμόρφωνε τις απόψεις τους), τότε αναγκαστικά θα παρατηρήσουμε πως τα δυο προπλάσματα έχουν πολλά κοινά στοιχεία. Τόσα πολλά, που θεωρητικά θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε την ύπαρξη ενός είδους μεταϊδεολογίας κοινής και για τα δυο προπλάσματα.

Αυτό είναι στην ουσία ο Εθνικομπολσεβικισμός: μια ενιαία, κοινή μεταϊδεολογία, που υπερβαίνει όχι μόνο τις ιστορικοπολιτικές εφαρμογές του Μπολσεβικισμού και του Φασισμού, αλλά ακόμη και τις πολιτικές τους ιδεολογίες. Αυτή η κοινή μετα-ιδεολογία δεν είχε γίνει πλήρως αντιληπτή στο παρελθόν. Μόνο τα ισχυρότερα μυαλά και των δυο στρατοπέδων είχαν διαισθητικά μαντέψει την ύπαρξή της και προσπάθησαν να την εκφράσουν, έστω και κάπως συγκεχυμένα.

Ο Εθνικομπολσεβικισμός δεν είναι μια στρατηγική συνεργασία Μπολσεβίκων και Ευρωπαίων εθνικιστών με όρους Realpolitik. Ούτε σημαίνει επικέντρωση στα κοινά στοιχεία των δύο «προπλασμάτων».

Είναι κάτι βαθύτερο, κάτι που δεν θα μπορούσε να εμφανιστεί πριν από την πτώση της ιστορικής εφαρμογής του Μπολσεβικισμού – της Σοβιετικής Ένωσης. (Η εφαρμογή του «Φασιστικού προπλάσματος» έπεσε πριν από 50 χρόνια.)

Τα βασικά στοιχεία της Εθνικομπολσεβίκικης μεταϊδεολογίας είναι τα εξής:

  1. Εσχατολογική αντίληψη, ξεκάθαρη κατανόηση του γεγονότος ότι πλησιάζει το τέλος του σύγχρονου πολιτισμού. Αυτό οδηγεί στην ιδέα της εσχατολογικής επανόρθωσης. Τίθεται το ζήτημα της χρήσης και πολιτικών μέσων, προκειμένου να επιτευχθεί η επανόρθωση της Χρυσής Εποχής.
  2. Πίστη ότι οι υπαρκτοί θρησκευτικοί θεσμοί είναι ανεπαρκείς για την επίτευξη ριζοσπαστικών, εσχατολογικών σκοπών – οι παραδοσιακές δυτικές θρησκείες πάσχουν από κρυμμένο αντιριζοσπαστικό πνεύμα και φαρισαϊσμό. Πνεύμα μεταρρύθμισης και «νέας πνευματικότητας» (μυστικισμός, γνωστικισμός, παγανισμός).
  3. Μίσος για τον σύγχρονο κόσμο, τον Δυτικό πολιτισμό που προέρχεται από τον Διαφωτισμό. Ταύτιση του κοσμοπολίτικου, ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού με το απόλυτο παγκόσμιο Κακό. Απέχθεια προς τον Αστό.
  4. Ενδιαφέρον για την Ανατολή και αντιπάθεια προς τη Δύση. Γεωπολιτικός προσανατολισμός στην Ευρασία.
  5. Σπαρτιατικός (Πρωσσικός) ασκητισμός. Λατρεία για την Εργασία και τον Εργάτη. Πίστη ότι η Πρωταρχική Πνευματική Αρχή βρίσκεται στις λαϊκές τάξεις, στα κατώτερα στρώματα, που διασώθηκαν από την εξαχρείωση των τελευταίων αιώνων, σε αντίθεση με τις παρηκμασμένες ελίτ των παλαιών καθεστώτων. Η Αρχή μιας «νέας αριστοκρατίας» που θα ανέλθει από τις μάζες.
  6. Πίστη ότι ο λαός και η κοινωνία είναι μια οργανική, αδελφική συλλογικότητα, που στηρίζεται στην ηθική και πνευματική αλληλεγγύη. Κάθετη άρνηση του ατομικισμού, του καταναλωτισμού και της εκμετάλλευσης. Προσπάθεια να έλθουν οι λαοί στην κατάσταση της «Χρυσής Εποχής».
  7. Αντιπάθεια προς τις Σημιτικές αντιλήψεις για την κουλτούρα, τη θρησκεία και την οικονομία. Καταπολέμηση τους μέσω των Ινδοευρωπαϊκών παραδόσεων, που δεν αναγνωρίζουν ούτε κοινωνική τάξη ούτε νοοτροπία «εμπόρου».
  8. Ετοιμότητα για αυτοθυσία προς όφελος αυτού του ιδανικού. Μίσος προς τη μετριότητα και τον μικροαστισμό. Ξεκάθαρα επαναστατικό πνεύμα.

Όλα τα παραπάνω στοιχεία βρίσκονται σε οποιοδήποτε Φασιστικό ή Μπολσεβίκικο δόγμα. Μπορεί να διαφοροποιούνται ανάλογα με την ιδεολογία ή τον συγγραφέα ή ακόμη και να εμφανίζονται μαζί με άλλες ιδέες που ενδεχομένως αντιφάσκουν με κάποια από αυτά.

Οι ιστορικοί Εθνικομπολσεβίκοι (Νήκις, Ουστριάλωφ, Τιριάρ, είχαν διαισθητικά προσεγγίσει αυτό το σύνολο, αλλά, ακόμη κι αυτοί ξέφυγαν από τον σωστό δρόμο: ο Νήκις αντιμετώπιζε θετικά την τεχνολογία και την πρόοδο, ο Ουστριάλωφ φλέρταρε με τη ΝΕΠ και δεν αντελήφθη τον εσωτερισμό και τη θρησκεία, παραμένοντας υλιστής και πραγματιστής.

Ο Εθνικομπολσεβικισμός είναι το πιο ενδιαφέρον φαινόμενο του 2ου αιώνα. Υιοθέτησε όλα όσα μας ενθουσιάζουν στον Μπολσεβικισμό και τον Φασισμό. Οτιδήποτε ζημίωσε και γκρέμισε αυτές τις ιδεολογίες αντιφάσκει με το πνεύμα του νέου δόγματος.

Ο Εθνικομπολσεβικισμός μας βοηθάει να καταλάβουμε που έσφαλαν τα αντιφιλελεύθερα καθεστώτα του 2ου αιώνα και γιατί ήταν μοιραίο να αποτύχουν. Αυτή η ανάλυση είναι συνεπής με το παρελθόν και ιδιαίτερα χρήσιμη στην εποχή μας, που η «νέα» δεξιά και η «νέα» αριστερά δεν είναι παρά παρωδίες των ιδεολογιών που στον καιρό τους ήταν κι αυτές παρωδίες του πραγματικού Εθνικομπολσεβικισμού.

Τα εγκλήματα του παρελθόντος δεν βαραίνουν την εθνικομπολσεβίκικη ιδεολογία. Οι ιστορικοί Εθνικομπολσεβίκοι κατηγόρησαν τους Ναζιστές και τους Κομμουνιστές για παραποίηση των θεωριών τους και υπέφεραν από τον Μολώχ του ολοκληρωτισμού. Αλλά ούτε αυτή η στάση των ιστορικών Εθνικομπολσεβίκων είναι αποφασιστικό επιχείρημα για την αθωότητα του Εθνικομπολσεβικισμού, διότι το δόγμα, τώρα μόλις αρχίζει να διαμορφώνεται.

Ο Εθνικομπολσεβικισμός είναι χωρίς προηγούμενο. Ποτέ δεν εφαρμόστηκε στην πράξη ούτε καν εκδηλώθηκε πλήρως ως θεωρία. Ο Εθνικομπολσεβικισμός είναι το επερχόμενο μέλλον. Αυτό το επερχόμενο δόγμα θα αποτελέσει το μεταφυσικό και ιδεολογικό καταφύγιο όσων αρνούνται τον σύγχρονο κόσμο και το σύστημα του φιλελεύθερου καπιταλισμού, στο οποίο θεμελιώνεται η σύγχρονη κοινωνία.

Οι παλιές αντιαστικές ιδεολογίες εξάντλησαν τα όριά τους. Τα θεωρητικά σφάλματα, αργά ή γρήγορα τις οδήγησαν στην πτώση. Όποιος δεν το κατανοεί αυτό δεν έχει θέση στην Ιστορία.

Η μόνη εναλλακτική λύση απέναντι στον σύγχρονο κόσμο, απέναντι σε αυτήν την αυτοκρατορία του «φιλελεύθερου αντιχρίστου» είναι ο Εθνικομπολσεβικισμός. Αυτός και τίποτε άλλο. Κανένας συμβιβασμός δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι. Αν το σύστημα άντεξε ενάντια στο περήφανο Ράιχ και τη μεγάλη Σοβιετική Ένωση (αφού είχε προηγουμένως καταστρέψει τις παραδοσιακές μοναρχίες και αυτοκρατορίες), τότε εύκολα θα αντιμετωπίσει πολιτικά κόμματα ή ενόπλους εξτρεμιστές.

Η ουσία είναι ότι ο Εθνικομπολσεβικισμός ανήκει σε συγκεκριμένη πνευματική αλυσίδα διαδοχής. Δεν είναι η ώρα να μιλήσουμε για αυτή. Είναι ένα εναλλακτικό μυστικό που θα κονταροχτυπηθεί με το «μυστικό της ανομίας» στους έσχατους καιρούς. Χωρίς αυτή τη Δύναμη, τα Μπολσεβίκικα και Φασιστικά πειράματα θα ήταν ανίσχυρα.

Όταν όμως επήλθε μια παραμόρφωση στην άσκηση της πολιτικής, τότε αυτή η Δύναμη χάθηκε από τα προαναφερθέντα κινήματα και τα εγκατέλειψε στη μοίρα τους ενώπιον του «Κυρίου του κόσμου τούτου», ο οποίος προωθούσε τη φιλελεύθερη κοινωνία.

Οι οιωνοί όμως δείχνουν, ότι αυτή η Δύναμη πρόσφατα έλαβε μια νέα και οριστική μορφή που ανταποκρίνεται πληρέστερα στη φύση της.

Νομίζω πως κάποιος έχει ήδη μαντέψει τι εννοώ.

Friday 26 December 2008

Για μια Ρωσσο-Ελληνική Συμμαχία (Α')

Η Ελλάδα, με το πέρας του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και το τέλος του Εμφυλίου, πέρασε στην σφαίρα επιρροής της δυτικής κυρίαρχης δύναμης, των Η.Π.Α.

Καλώς ή κακώς, έτσι έγινε.Ωστόσο, μάλλον είναι καιρός να υπάρξει μια κριτική από την ελληνική ηγετική ελίτ στο κατά πόσο πλέον η Ελλάδα πρέπει να παραμείνει αυστηρά εντεταγμένη-υποταγμένη στο ευρωατλαντικό πλαίσιο θεσμών και, συγκεκριμένα, στο ΝΑΤΟ.

Το διεθνές σύστημα βρίσκεται σε φάση ριζικής ανασύνθεσης από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, καθώς και την πρώιμη μεταψυχροπολεμική περίοδο.

Από τότε που τα ηνία της εξουσίας ανέλαβε στην Ρωσσική Ομοσπονδία ο Βλ. Πούτιν, αυτή μπήκε σε τροχιά ταχείας αναβάθμισης του διεθνούς της ρόλου. Αυτό, φυσικά, οφείλεται κατά βάσιν στην γεωγραφία της και δεν πρέπει να αποδίδεται σε στενά ανθρωποκεντρικά κριτήρια, δηλαδή, αποκλειστικά και μόνο, στις επιθυμίες ενός ατόμου, όσο χαρισματικού και αν αυτό είναι. Η εφιαλτική, για τον (πρώην) σοβιετικό λαό, περίοδος διακυβέρνησης Γιέλτσιν δεν θα μπορούσε να διατηρηθεί επί μακρόν στην χώρα αυτή. Ακόμα και αν δεν υπήρχε ο Πούτιν, πάλι ένας "Πούτιν" θα ερχόταν στην κεφαλή του ρωσσικού κράτους (οι "ψυχολογίστικες" αναλύσεις που συνηθίζουν να κάνουν "διεθνολογούντες" δημοσιογράφοι - ή και κάποιοι "δημοσιογραφούντες" διεθνολόγοι - είναι το λιγότερο, ανεπαρκείς για μια προσπάθεια σοβαρής ανάλυσης της διεθνούς πραγματικότητας, καθώς αγνοούν επιδεικτικά τις γεωγραφικές παραμέτρους μιας δύναμης που σε βάθος είναι οι σπουδαιότερες σε αξία ) .

Η Ρωσσία έχει αρχίσει να σχηματίζει ένα πλανητικό δίκτυο συνεργασιών και συμμαχιών, με διάφορες χώρες, σε ζητήματα χαμηλής και υψηλής πολιτικής. Εντούτοις, αυτές καλύπτονται από θεσμικές "ταμπέλες" μόνο σε ό,τι αφορά όμορες χώρες ( τέως Σοβιετικές Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες και Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας ), λ.χ., Συλλογικό Σύμφωνο Ασφαλείας, Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η περίπτωση της Βενεζουέλας του Τσάβες και της Λιβύης, τελευταία, δεν είναι επίσης σημαντικές.

Βραχυπρόθεσμα, για την Ελλάδα, ακόμα και αν το επιθυμούσε, δεν διαφαίνεται άμεση δυνατότητα συμμετοχής της σε κάποιον επίσημο, θεσμοθετημένο, φορέα εντός του οποίου θα αναπτυσσόταν μια ρωσσο-ελληνική συμμαχία. Αυτό, όμως, δεν πρέπει να αποθαρρύνει στο να σχηματιστεί μέσα σε ένα πλαίσιο διμερών επαφών, θέτοντας έτσι μελλοντικές βάσεις και για μια επισημοποίησή της σε μια ιδανικότερη περίοδο.

Η αμερικάνικη πολιτική στα Βαλκάνια, κατά τα πρώτα έτη της μεταψυχροπολεμικής εποχής, έφεραν μεγάλο αιματοκύλισμα στην περιοχή, μολονότι σαν "ηθικός αυτουργός" αυτού του γεγονότος δικαιούται να θεωρηθεί η Γερμανία.

Θεωρείται ότι η αγγλοσαξωνική υπερδύναμη παρενέβη στρατιωτικά στην περιοχή, με απροθυμία στην αρχή, για να καλύψουν το λεγόμενο "κενό ασφαλείας" που αδυνατούσε να καλύψει η Γερμανία στην οποία ανήκε η πρωτοβουλία διαμελισμού της Γιουγκοσλαβίας, μια Γερμανία που πίστεψε ότι είχε φτάσει ο καιρός να επανακτήσει την επιρροή της στην Μεσευρώπη.

Ο όρος "κενό ασφαλείας" είναι, εν πολλοίς, κενού περιεχομένου, εν προκειμένω. Αν και δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τι σκέφτονταν οι πρωτοστάτες για την ανάληψη στρατιωτικής δράσης στην περιοχή από τις Η.Π.Α., ανατρέχοντας στο "Δημοκρατικά Ιδεώδη" του βρεταννού γεωπολιτικού Μακίντερ, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι συνιστά στην αγγλοσαξωνική δύναμη της εποχής να έχει υπό έλεγχο την νοητή λωρίδα γης που αποτελεί ο χώρος ανατολικότερα της Γερμανίας και δυτικότερα της Ρωσσίας, ξεκινώντας από τον φινλανδικό βορρά μέχρι τον ελληνικό νότο. Και πώς θα γινόταν να επιτευχθεί αυτό; Τεμαχίζοντάς την σε όσο δυνατόν περισσότερα μικρά και αδυνάμα κράτη, τοις τύποις μόνον "κυρίαρχα και ανεξάρτητα".

Η ελληνική ηγεσία οφείλει να έχει πάντοτε υπόψη της το μέλλον της χώρας, πέραν των μικροπολιτικών της συμφερόντων.Η ένταξη τής Ελλάδας στους ευρωατλαντικούς θεσμούς δεν διασφαλίζει επουδενί μεσοπρόθεσμα την εδαφική, και όχι μόνον, ακεραιότητα της χώρας από μια αποφασισμένη Αμερική που θα θελήσει να αναπτύξει περαιτέρω μια μακιντερικής έμπνευσης στρατηγική. Η θρακική περιφέρεια της χώρας αποτελεί ένα εύστοχο παράδειγμα μιας πιθανής τέτοιας κίνησης στην οποία θα συνεργήσει άμεσα η Τουρκία. Δεν πρέπει, συν τοις άλλοις, να υποτιμάται και ο αλβανικός παράγοντας που έχει αποκτήσει μια τέτοια δυναμική στα δυτικά Βαλκάνια,που, αν η Αμερική επιτρέψει, για τον ίδιο λόγο, να δημιουργηθεί θέμα ανακίνησης "απελευθέρωσης της Τσαμουριάς" τότε, δεν αποκλείεται να βρεθεί το ελληνικό κράτος προ δυσάρεστων εξελίξεων για την ομαλή επιβίωσή του.

Για μια Ρωσσο-Ελληνική Συμμαχία (Β')

Η ελληνική συμμετοχή στους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι εξαιρετικά αμφίβολη για την ουσιαστική διασφάλιση των ζωτικών συμφερόντων του ελληνικού έθνους-κράτους, ειδικότερα σε στιγμές κρίσεως.


Καταρχήν, πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη ότι η Ε.Ε. δεν αποτελεί πραγματικό παίκτη του διεθνούς συστήματος. Κάθε αναφορά σε "δράση της Ε.Ε." αφορά, είτε πρωτοβουλίες του Ηνωμένου Βασιλείου, είτε της Γαλλίας ή/και Γερμανίας, αμφότερες θωρούμενες ως "γαλλογερμανικός άξονας", λόγω της σε μεγάλο βαθμό κοινότητας δράσης τις.


Με τις πρωτοβουλίες του Η.Β. συντάσσονται, κυρίως, οι χώρες της, κατά Ντ.Ράμσφελντ, "Νέας Ευρώπης". Θα μπορούσαμε να ονομάσουμε αυτό ως "ατλαντι-στι-κή Ευρώπη", τον δε γαλλο-γερμανικό άξονα ως "ηπειρωτική Ευρώπη".

Το σημαντικότερο τελευταίο γεγονός που σημάδεψε την Ε.Ε. ως ανίκανη να χρησιμοποιήσει μέσα "σκληρής ισχύος" για ένα κοινό σκοπό, με αποτέλεσμα τον έντονο διχασμό της, ήταν η αμερικανοκίνητη εκστρατεία για την "Ιρακινή Ελευθερία", το 2003.

Αυτό καταδεικνύει, όμως, και κάτι άλλο. Την ισχνή βούληση Γαλλίας-Γερμανίας να κάνουν χρήση σκληρής ισχύος σε βάρος των αγγλοσαξωνικών επιλογών, όταν οι τελευταίες αποφασίσουν να παρεμβούν δραστικά υπέρ των συμφερόντων τους.

Όσο η ηπειρωτική Ευρώπη των Φραγκο-Τευτόνων δεν προχωρά την πολιτική εμβάθυνση της Ε.Ε., με στόχο την δημιουργία ενός μεγάλου ομοσπονδιακού ευρω-κράτους, στο οποίο, βέβαια, θα πρέπει να επιλέξει να μετέχει και η Ελλάδα, μέχρι τότε αυτή δεν γίνεται να υπολογίζει σε μια στρατιωτική κάλυψη των συμφερόντων της από τις χώρες πυρήνα της Ε.Ε.

Ευρασιατο-Ατλαντικές* Σχέσεις Α' ( Περίπτωση "Ουκρανία" )

Τα Μ.Μ.Ε. προσπαθούν και πετυχαίνουν, εν πολλοίς, να περάσουν στην κοινή γνώμη ότι η διακυβέρνηση Ομπάμα από το ερχόμενο έτος θα φέρει ριζοσπαστικές αλλαγές στην αμερικάνικη εξωτερική πολιτική.

Έχει, όμως έτσι η κατάσταση; Αποτελεί η εξωτερική πολιτική ενός κράτους αυτοτελές δημιούργημα του εκάστοτε κυβερνώντος; Για τα πληρωμένα δημοσιογραφικά "παπαγαλάκια", η απάντηση όπου καταλήγουν ελαφρά τη καρδία είναι καταφατική.

Στον πραγματικό κόσμο, ωστόσο, των διεθνών σχέσεων ( ή αλλιώς, "στον κόσμο των πραγματικών διεθνών σχέσεων" ) κάθε εξωτερική πολιτική υπαγορεύεται από τα εκάστοτε γεωγραφικά δεδομένα. Η πολιτικές προτεραιότητες τίθενται από την φυσική γεωγραφική ουσία του Χώρου. Το περιθώριο που απομένει στην λήψη πρωτοβουλίων ενός ηγέτη αφορά, και όχι πάντοτε, την σειρά ιεράρχησής τις.

Η "παραδοσιακή" αγγλοσαξωνική γεωπολιτική "σχολή", με "πρωτομάστορα" τον Μακίντερ, τόνιζε ανέκαθεν την αποφασιστικότητα που θα έπρεπε να επιδεικνύει η εκάστοτε ατλαντική Δύναμη για τον έλεγχο της περιφέρειας της Καρδιογαίας, τoν "Δακτύλιο".

Ο Δακτύλιος είναι εκείνη η πλανητική επιφάνεια, που περιβάλλει την μεγάλη ηπειρωτική ευρασιατική Δύναμη, την Ρωσσική Ομοσπονδία, από την ανατολική Ευρώπη ως τις κεντρικοασιατικές πρώην Σ.Σ.Δ.

Ο Μπζρεζίνσκι, που μέχρι το περασμένο θέρος ανήκε και τυπικά στο επιτελείο συμβούλων του καινούριου Αμερικάνου Προέδρου, ακολουθώντας πιστά την μακιντερική γεωπολιτική σκέψη, ομολογεί κυνικά ότι χωρίς την Ουκρανία, για την οποία τόσο πιέζουν οι Η.Π.Α. να προσχωρήσει στο δικό της μπλοκ ισχύος, κάθε βούληση τής Ρωσσίας να καταστεί πραγματικά ισχυρή είναι μάταιη. Προς το παρόν πάντως, η Ρωσσία φέρεται να επανακτά τον πρωταγωνιστικό της ρόλο σε επιρροή στα, αποκαλούμενα από τον ίδιον, "ευρασιατικά Βαλκάνια", που αποτελούν έναν εξίσου σημαντικό τομέα του Δακτυλίου.

Η επιτυχής ρωσσική παρέμβαση του περασμένου Αυγούστου στον Καύκασο, έδωσε ένα ακόμα μήνυμα για το ποιος πραγματικά έχει την πολυτέλεια άσκησης σκληρής ισχύος στην ευρύτερη περιοχή, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για το εύρος στρατηγικών επιλογών από τις ηγετικές ελίτ των γύρω κρατών. Όπως και για τα όρια της Δύσης να παρέμβουν αποφασιστικά υπέρ των συμμάχων τους, και κυρίως των Η.Π.Α., μπροστά σε μια ανανεωμένης αυτοπεποίθησης Ρωσσία.

Τα πράγματα στην Ουκρανία είναι ακόμα αρκετά ρευστά, από την άλλη πλευρά. Μολόνοτι ο πρόεδρος της χώρας έχει ακόμα λίγους μήνες ζωής ως Πρόεδρος της χώρας, εντούτοις, δεν είναι διόλου αμφίβολο τα ατλαντικά συμφέροντα να τον χρησιμοποιήσουν, όντας μαριονέτα τους, όπως τον ομόλογό του Γεωργιανό, για να αποσταθεροποιήσουν την ευρύτερη περιοχή, και μάλλον όλον τον κόσμο, δεδομένης της γεωστρατηγικής σπουδαιότητάς της.

Και αυτό, δεν είναι καθόλου δύσκολο να ξεκινήσει, με εντολή του αμερικανοελεγχόμενου πράκτορα Γιουτσένκο, άμα τη λήψει μίας τέτοιας απόφασης από τα υπερατλαντικά κέντρα καθοδήγησής του. Ήδη έχουν διαρρεύσει διεθνώς στον τύπο ότι ουκρανικές νεοφασιστικές ομάδες, απόγονοι συνεργατών των Ναζί κατά τον Β' Π.Π., είναι σε αναμονή ανάληψης δράσης κατά στόχων ρωσσικών συμφερόντων.

Η Ρωσσία προσέχει να μην πέσει στην παγίδα αυτήν, έχοντας υπόψη κάθε ενδεχόμενο προβοκάτσιας. Μια μεγαλορωσσική παρέμβαση στην χώρα του αδελφού λαού των Μικρορώσσων, την Ουκρανία, ακόμα και αν αποτελέσει μια στρατιωτική επιτυχία (που σίγουρα δεν θα είναι μικρή σε άμεσο κόστος) , θα έχει ενδεχομένως πολύ μεγαλύτερο κόστος στρατηγικά, μεσοπρόθεσμα. Και βέβαια, δεν μπορούμε να διανοηθούμε το μέγεθος των επιπτώσεων παγκοσμίως σε μια τέτοια σεναριακή περίπτωση.



* Ο όρος "Ευρασιατο-Ατλαντικές Σχέσεις" είναι μάλλον προτιμότερος από τον "Ρωσσο-Αμερικανικές", διότι, μολόνοτι αφορούν κατά κύριο λόγο τις Ρωσσία - Η.Π.Α. , εντούτοις, στην πραγματικότητα, αυτές οι χώρες αποτελούν καθεμία κέντρο ενός πυρήνα, όπου ,γύρω από τον καθένα λειτουργούν επικουρικά συμμαχικές χώρες τις.

Ο παράγων "Ρωσσία" στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις

Η Τουρκία θεωρείται, και πράγματι είναι, ως η βασικότερη συμμετρική απειλή για τα ελληνικά ενδιαφέροντα. Και αυτό δεν αποτελεί τόσο μια στείρα εθνικιστική φαντασίωση, όσο μια υπαρκτή, γεωπολιτικών θεμελίων, πραγματικότητα.

Στην Τουρκία, τον τελευταίο καιρό, λαμβάνει χώρο μια σύγκρουση δύο μεγάλων πολιτικών πόλων, μεταξύ υποστηρικτών της ισλαμοποίησης της χώρας και υποστηρικτών της διατήρησης του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους. Οι μεν πρώτοι εκπροσωπούνται από το εν κυβερνήσει κόμμα, το ΑΚΡ, οι έτεροι δε, από διάφορα σεκουλαριστικής υφής κόμματα, αν και θα μπορούσαμε να αποδώσουμε την πρωτοκαθεδρία στο ατατουρκικής ίδρυσης Ρεπουμπλικανικό, που είναι σοσιαλδημοκρατικής κατεύθυνσης.

Ωστόσο, η σύγκρουση αυτή έχει αντίκτυπο και στον τρόπο θεώρησης των τουρκικών ενδιαφερόντων, άρα, κατεπέκταση, και στον τρόπο ιεράρχησης των προτεραιοτήτων στα θέματα εξωτερικής πολιτικής.

Οι ισλαμιστές του ΑΚΡ έχουν την στήριξη της Δύσης, Η.Π.Α. και Ε.Ε. Από την άλλη, κύριες και μη κομματικές δυνάμεις του Κέντρου και της Αριστεράς, έχουν αναπτύξει μια λιγότερη φιλική, μέχρι και καθαρά εχθρική, θέση, όσον αφορά την διατήρηση του βάθους των, ως τώρα, συμμαχιών με την ατλαντική Δύση. Με τις τελευταίες δυνάμεις, βρίσκεται κοντά και η πλειονότητα της τούρκικης στρατιωτικής γραφειοκρατίας.

Στις πολιτικές οργανώσεις σεκουλαρικών αξιών, έχει κερδίσει έδαφος η άποψη ότι η Τουρκία οφείλει να προβεί σε ριζική αναθεώρηση των συμμαχιών της, εγκαταλείποντας την τωρινή θέση της στην Ατλαντική Συμμαχία, αναπτύσσοντας περισσότερο βαθειές σχέσεις με την μεγάλη ευρασιατική υπερδύναμη, την Ρωσσία.

Όποιο στρατηγικό προσανατολισμό μεταξύ των ανωτέρω και αν καταλήξει να επιλέξει η Τουρκία, η πολιτική γεωγραφία της, πάντοτε θα την φέρνει να συντηρεί τάσεις βλαπτικές και επικίνδυνες για την Ελλάδα. Και όσο περνάει ο καιρός, η πλάστιγγα ισχύος μεταξύ των δύο χωρών γέρνει υπέρ της.

Οι Η.Π.Α. δεν θα επιλέξουν σε καμμία περίπτωση να λειτουργήσουν σε βάρος των τουρκικών συμφερόντων, αν αυτά στραφούν ενεργά εναντίον των ελληνικών, είτε η Τουρκία παραμείνει στο αγγλοσαξωνικό άρμα, είτε περάσει αποφασίσει να ακολουθήσει το ρωσσικό. Και αυτό, γιατί στην πρώτη περίπτωση, οι Η.Π.Α. δεν θα έχουν την θέληση, ούτε και την ισχύ να δράσουν επιθετικά προς έναν στρατηγικό, στρατιωτικό και οικονομικό, σύμμαχο της Ρωσσίας. Στην περίπτωση δε, που η Τουρκία παραμείνει σύμμαχος των Η.Π.Α., οι τελευταίες δεν θα αντιδράσουν δυναμικά εναντίον της, αν αυτή στραφεί ενεργητικά κατά της Ελλάδας, ακόμα και αν η Ελλάδα παραμείνει σύμμαχος των Η.Π.Α. Η εμπειρία του Κυπριακού έχει καταδείξει πολλά για την συμπεριφορά των Η.Π.Α. σε μια τέτοια περίπτωση.

Η Ελλάδα βελτιώνει τις σχέσεις της με την Τουρκία, αποτρέποντας έναν πόλεμο, αν όχι απλά μια σοβαρή κρίση, αν καταστεί σύμμαχος της Ρωσσίας.

Στην περίπτωση που η Ελλάδα καταστεί σύμμαχος της Ρωσσίας, ενώ η Τουρκία παραμείνει σύμμαχος των Η.Π.Α., η Τουρκία δεν θα τολμήσει να προκαλέσει την Ρωσσία παραταύτα. Το είδαμε στην περίπτωση του "πολέμου των 5 ημερών", όπου η Γεωργία, χώρα στενά υποστηριζόμενη από Τουρκία, πέρα των Η.Π.Α., δεν έλαβε καμιά ουσιαστική βοήθεια από την Άγκυρα στην δύσκολη στιγμή της ρωσσικής παρέμβασης σε εδάφη της.

Στο σενάριο δε, όπου Ελλάδα και Τουρκία καταστούν συμμαχικές χώρες της Ρωσσίας, η Ρωσσία δεν θα επιτρέψει, ή μάλλον θα αποτρέψει ντεφάκτο, κάθε δυνητική ελληνο-τουρκική σοβαρή κρίση, διότι δεν θα έχει πραγματικό συμφέρον να υποστηρίξει περισσότερο την Τουρκία από όσο την Ελλάδα.